- χαλκωματάδικο
- το см. χαλκούργείο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλκωματάδικο — και χαρκωματάδικο, το, Ν χαλκουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαλκωματαδ τού πληθ. χαλκωματάδες τής λ. χαλκωματάς + κατάλ. ικο (πρβλ. γαλατάδ ικο)] … Dictionary of Greek
χαλκωματάδικο — το το εργαστήριο του χαλκωματά, χαλκουργείο, μπακιρτζίδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπακιρτζίδικο — το [μπακιρτζής] το εργαστήριο τού μπακιρτζή, χαλκωματάδικο … Dictionary of Greek
χαλκείο — Οικισμός (υψόμ. 60 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμποχώρων. * * * το / χαλκεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. χαλκήϊον Α [χαλκεύς] εργαστήριο κατεργασίας χαλκού και άλλων μετάλλων, χαλκωματάδικο 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Χαλκεία… … Dictionary of Greek
χαλκείο — το 1. το εργαστήριο του χαλκιά, χαλκωματάδικο. 2. φρ., «χαλκείο ψευδών ειδήσεων», τόπος συγκέντρωσης όπου πλάθονται ψευδείς ειδήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκουργείο — το το εργαστήριο του χαλκουργού, χαλκείο, χαλκωματάδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)